εισδύω

εισδύω
(AM εἰσδύω, Α και εἰσδύνω)
1. εισέρχομαι, μπαίνω μέσα
2. κατορθώνω και εισέρχομαι από στενό πέρασμα, από στενή δίοδο
3. εισέρχομαι κρυφά ή με δόλιο τρόπο
αρχ.
1. (για συναίσθημα) μπαίνω στην ψυχή, καταλαμβάνω κάποιον
2. κατέρχομαι στον αγώνα, παίρνω μέρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εισδύω — εισδύω, εισέδυσα βλ. πίν. 5 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εισδύω — εισέδυσα, αμτβ. 1. εισχωρώ, χώνομαι μέσα σε κάτι: Τα νερά εισδύουν στον τοίχο. 2. μπαίνω κάπου κρυφά, τρυπώνω: Ο λωποδύτης κατόρθωσε να εισδύσει στην κρεβατοκάμαρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επεισδύω — ἐπεισδύω και ἐπεισδύνω (Α) [εισδύω] εισδύω κάπου απαρατήρητος («λανθάνει γὰρ ἐπεισδύουσα ή παράβασις», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • καταπείρω — (AM) 1. διατρυπώ, «σουβλίζω» κάποιον 2. μέσ. περνώ διά μέσου κάποιου, εισδύω βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πείρω «εισδύω, τρυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • υπεισδύω — ὑπεισδύω ΝΜΑ, και ὐπεισδύνω και ὑπεσδύω Α [εισδύω] εισδύω, εισέρχομαι κάπου κρυφά, υπεισέρχομαι αρχ. μεσ. ὑπεισδύομαι εισέρχομαι λίγο …   Dictionary of Greek

  • εισχωρώ — εισχώρησα, αμτβ. 1. εισδύω κάπου, μπαίνω μέσα, μπαίνω: Το 4 δεν εισχωρεί στο 3. 2. μπαίνω κάπου λαθραία ή βίαια ή χωρίς να αξίζω, εισδύω, χώνομαι: Οι καταδρομείς εισχώρησαν πίσω από τις εχθρικές γραμμές. 3. εξαπλώνομαι, διαδίνομαι: Οι ιδέες του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντεισδύνω — ἀντεισδύνω (Μ) εισδύω στη θέση άλλου …   Dictionary of Greek

  • διατρέχω — (AM διατρέχω) 1. περνώ από κάπου, διασχίζω κάποιον χώρο («διέτρεξε την πεδιάδα», «διαδραμὼν δὲ τὸ τῶν Ἀθηναίων στρατόπεδον») 2. (για χρόνο) περνώ, διάγω («διατρέχει το εικοστό έτος τής ηλικίας του») 3. κινούμαι, μετακινούμαι βιαστικά εδώ κι εκεί… …   Dictionary of Greek

  • διεισδύω — (Α διεισδύω και διεισδύνω) [εισδύω] εισχωρώ, χώνομαι μέσα σε κάτι διαπερνώντας το νεοελλ. 1. κρύβομαι, τρυπώνω 2. εμβαθύνω …   Dictionary of Greek

  • δύω — και δύνω (Α δύω και δύνω) 1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα, βασιλεύω («ἠέλιος μὲν ἔδυ», Ιλ. Ι) 2. αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω («έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης») αρχ. 1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι 2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”